- αρχιχρονιά
- ηη πρώτη Ιανουαρίου, η πρωτοχρονιά: Με την αρχιχρονιά λογαριάζω ν' αλλάξω δουλειά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρχιχρονιά — η η πρωτοχρονιά … Dictionary of Greek
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek
πρωτοχρονιά — η, Ν 1. η πρώτη μέρα τού έτους, δηλαδή η 1η Ιανουαρίου, αρχιχρονιά, μία από τις παλαιότερες και πιο διαδεδομένες σε παγκόσμια κλίμακα γιορτές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + χρόνος + κατάλ. ιά (πρβλ. πρωτο μαγιά)] … Dictionary of Greek